- τετράγναθος
- τετρά-γνᾰθος, ον,A with four jaws,
φαλάγγια Str.16.4.12
, cf. Agatharch.59, Ael.NA17.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαλάγγια Str.16.4.12
, cf. Agatharch.59, Ael.NA17.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράγναθος — with four jaws masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράγναθος — η, ο / τετράγναθος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις γνάθους νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο τετράγναθος γένος αραχνών που απαντούν σε υγρές περιοχές, ιδίως κοντά σε ρυάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γνάθος «σαγόνι» (πρβλ. πολύ γναθος). Η λ., ως… … Dictionary of Greek
τετραγνάθου — τετράγναθος with four jaws masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγνάθους — τετράγναθος with four jaws masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγνάθων — τετράγναθος with four jaws masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράγναθα — τετράγναθος with four jaws neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek